κουρελαρία

κουρελαρία
η
1. κουρελιασμένα ρούχα, ράκη
2. ομάδα ρακένδυτων ανθρώπων, κουρελήδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι ή κουρελής + -αρία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουρελαρία — η 1. ράκη, παλιατσαρία. 2. σύνολο ανθρώπων κουρελήδων: Μας ήρθε όλη η κουρελαρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”